φύτρα — φύτρᾱ , φύτρα fem nom/voc/acc dual φύτρᾱ , φύτρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτρα — η, ΝΑ γενιά, γένος, καταγωγή νεοελλ. 1. βοτ. το φυτικό έμβρυο 2. μτφ. (με περιλπτ. σημ.) οι απόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ τού φύω* + επίθημα τρα (πρβλ. χύ τρα)] … Dictionary of Greek
φύτρη — φύτρα fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
αραβοσιτέλαιο — το λάδι από φύτρα αραβοσίτου, καλαμποκέλαιο … Dictionary of Greek
λιγόφυτρος — η, ο (για τόπο) αυτός στον οποίο φύονται λίγα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγο * + φύτρο ή φύτρα] … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
πυρηνογένεση — η, Ν (κρυσταλλ. χημ.) η αρχική διεργασία που απαντά κατά τον σχηματισμό ενός κρυστάλλου από διάλυμα, υγρό ή ατμό, στον οποίο μικρός αριθμός ιόντων, ατόμων ή μορίων διατάσσεται σε ένα δίκτυο, χαρακτηριστικό τού κρυσταλλικού στερεού, το οποίο… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek